βιράρω

βιράρω
1. στρέφω βαρούλκο για να σηκωθεί η άγκυρα
2. σηκώνω
3. τραβώ προς τα μέσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. virare «στρέφω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βιράρω — βιράρω, βιράρισα βλ. πίν. 55 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βιράρω — (λ. ιταλ.), στρέφω τον αργάτη ή το βαρούλκο, για να ανασύρω άγκυρα ή βάρος, τραβώ, σέρνω: Βιράρω την άγκυρα για να ξεκινήσει το πλοίο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βιράρισμα — το [βιράρω] το τράβηγμα για να σηκωθεί η άγκυρα ή να ανυψωθεί κάποιο βάρος …   Dictionary of Greek

  • ξεβιράρω — ναυτ. κατεβάζω φορτίο ή την αλυσίδα τού πλοίου με βαρούλκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + βιράρω «έλκω, τραβώ, σηκώνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”